- ἀκοίμητος
- ἀκοίμητοςsleeplessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακοίμητος — ακοίμητος, η, ο και ακοίμιστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπόρεσε να κοιμηθεί: Όλη τη νύχτα ήταν ακοίμητος. 2. αυτός που αδιάκοπα επιτηρεί κάτι: Ακοίμητοι φρουροί των συνόρων. 3. αυτός που υπάρχει πάντα, που δεν ησυχάζει:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακοίμητος — η, ο (AM ἀκοίμητος, ον) (ΑΝ) 1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος 2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος (μσν. νεοελλ. μτφ.) 1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος 2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος νεοελλ … Dictionary of Greek
ἀκοιμήτως — ἀκοίμητος sleepless adverbial ἀκοίμητος sleepless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοίμητον — ἀκοίμητος sleepless masc/fem acc sg ἀκοίμητος sleepless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοιμήτοιο — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοιμήτοις — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοιμήτοισι — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοιμήτοισιν — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοιμήτου — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοιμήτους — ἀκοίμητος sleepless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)